Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Οι έντιμοι Πολιτικοί...


Μιλώντας χθες στο ραδιόφωνο του Flash, o βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Μητρόπουλος δήλωσε:

Και να πω μια και το είπατε εσείς ότι Σακοράφα, Κουρουμπλής, εγώ, οι τρεις οι οποίοι πρωτεύσαμε και βεβαίως από τις δεξαμενές του ΠΑΣΟΚ, θεωρώ του έντιμου ΠΑΣΟΚ, όχι του βαθέως και του κρατικοδίαιτου και στα άλλα ψηφοδέλτια Δημαράς., Μαριάς, Ν. Αθανασίου σε...
...εμάς στο δικό μας ψηφοδέλτιο, συνεπώς ό,τι πιο έντιμο αποσχίστηκε πολύ έγκαιρα από το ΠΑΣΟΚ προσέλκυσε όλο αυτό τον κόσμο, τον τίμιο κόσμο, τον έντιμο κόσμο από τη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ σε απάντηση σε όσους λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μαζεύει το βαθύ ΠΑΣΟΚ, το κρατικίστικο και ούτω καθεξής.

Η απάντηση στον τέως, αρκετές φορές, σύντροφο Αλέξη Μητρόπουλο είναι η παρακάτω:
Ξεβρώμισε ο χώρος. Δεν θέλουμε τέτοιους έντιμους στο ΠΑΣΟΚ, αλλά να η απόδειξη της εντιμότητας του.

Αριθμός 925/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1΄ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Ρήγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Καλαμίδα ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Ιωάννη – Σπυρίδωνα Τέντε, Βασίλειο Φούκα, και Γεώργιο Χρυσικό, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26ης Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Αλέξη Μητρόπουλου του Παναγιώτου, δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Κωνσταντινίδη.
Του αναιρεσιβλήτου: ... δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την...


από 12 Φεβρουαρίου 2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 372/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 9721/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22 Φεβρουαρίου 2006 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός, ανέγνωσε την από 8 Σεπτεμβρίου 2008 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 22-2-2008 αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο αυτοπροσώπως παραστάς αναιρεσίβλητος την απόρριψή της καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 Α.Κ.. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας όταν κατά την ανέλεγκ2τη, ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς, είτε
να προκύπτει από αυτήν έμμεσα όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπιστώσεώς της, που δεν είναι υποχρεωτική, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της συμβάσεως, η οποία (ερμηνεία) αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνεία της. Μόνο η παράλειψη της μνείας των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη κατά την ερμηνεία της συμβάσεως τα ερμηνευτικά κριτήρια που προβλέπονται με αυτές. Παραβιάζονται δε οι κανόνες αυτοί όταν το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σ’ αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής έννοιας των δηλώσεων ή να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους ή προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο, μετά από την ερμηνεία της δικαιοπραξίας κατέληξε (το δικαστήριο), δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα «συναλλακτικά ήθη» (Ολ. ΑΠ 26/2004, Α.Π. 1183/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ακούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού και εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης, ώστε το πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα η ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, τους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν προβάλλεται καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως αβάσιμος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 91, 92 και 124 του ν.δ. 3026/1954 και 871 του Α.Κ. προκύπτει ότι για την αξίωση δικηγόρου καταβολής συμφωνημένης αμοιβής του για την επίτευξη εξώδικου συμβιβασμού, απαιτείται να συνετέλεσε πράγματι αυτός στην επίτευξη του συμβιβασμού, που προϋποθέτει τη διάλυση της υφιστάμενης μεταξύ των συμβιβασθέντων έριδας ή αβεβαιότητας με αμοιβαίες υποχωρήσεις και όχι την απλή σύμπραξή του σε επί μέρους ενέργειες (Α.Π. 660/2002). Διαφορετική δε είναι η περίπτωση εκείνη για την οποία επί συναφούς διαφοράς έκρινε η Ολ.ΑΠ 9/2008 κατά την οποία για τον εξώδικο συμβιβασμό καταρτίσθηκε από τα ενδιαφερόμενα μέρη και υπογράφηκε έγγραφο, οπότε η αμοιβή του συμπράξαντος στο συμβιβασμό Δικηγόρου κρίνεται στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 173 και 124 του ν.δ. 3024/1954 σε συνδυασμό με τη διαπίστωση του κρίσιμου γεγονότος περί του κατά πόσο ο συμπράξας Δικηγόρος κατάρτισε και το έγγραφο του συμβιβασμού και το υπέγραψε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 9721/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων: «Οι διάδικοι είναι δικηγόροι Αθηνών και διατηρούν ανεξάρτητα δικηγορικά γραφεία. Ειδικότερα ο εκκαλών – ενάγων, ο οποίος διορίσθηκε το 1979 ως δικηγόρος στο δικηγορικό σύλλογο Ηλείας, το 1993 μετατέθηκε στο δικηγορικό σύλλογο Αθηνών και στο διάστημα από το Μάϊο του 1993 μέχρι τον Απρίλιο του 1994 περίπου συστεγάσθηκε στο γραφείο του εφεσίβλητου – εναγομένου επί της οδού Σίνα 18. Από το 1994 διατηρεί ανεξάρτητο δικηγορικό γραφείο αρχικά επί της οδού Λυκαβηττού και στη συνέχεια επί της οδού Σόλωνος 54, έχει δε ειδικευτεί, λόγω και της προϋπηρεσίας του ως εφοριακού υπαλλήλου, σε θέματα φορολογικού δικαίου, καθώς και σε θέματα εμπορικού δικαίου. Ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, ο οποίος είναι επίσης δικηγόρος και καθηγητής εργατικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, διατηρεί επίσης ανεξάρτητο δικηγορικό γραφείο επί της οδού Σίνα 18. Στο διάστημα από το 1994, που ο εκκαλών – ενάγων εγκαταστάθηκε σε δικό του ανεξάρτητο δικηγορικό γραφείο, μέχρι το 1999, που ανέκυψε η κρινόμενη διαφορά, οι διάδικοι, λόγω και της προσωπικής σχέσεως που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους και με τον αδελφό του εφεσίβλητου – εναγομένου επίσης δικηγόρο Δημήτριο Μητρόπουλο, συνεργάστηκαν επανειλημμένα, ως ανεξάρτητοι δικηγόροι, σε διάφορες υποθέσεις, ανάλογα με το αντικείμενο και την ειδικότητα του καθενός, κυρίως δε σε υποθέσεις, στις οποίες είχε ειδικευτεί ο εκκαλών - ενάγων. Τέτοια συνεργασία έγινε και στην κρινόμενη υπόθεση.
Πλέον συγκεκριμένα αποδείχθηκαν τα εξής στοιχεία με την κρινόμενη υπόθεση. Στις 8-4-1995 απεβίωσε ο επιχειρηματίας Δημήτριος Μανιός, ιδρυτής ομίλου επιχειρήσεων, αποτελουμένου από ημεδαπές και αλλοδαπές εταιρείες, καταλείποντας ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη μητέρα του Βασιλική Μανιού και τα δύο αδέλφια του Ευαγγελία Ζαχαρίου – Μανιού και Βασίλειο Μανιό. Μετά το θάνατο αυτού με επιμέλεια του δικηγόρου ..., ο οποίος ήταν φίλος του θανόντος και της οικογένειας Μανιού, υποβλήθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών η από 20-10-1995 αίτηση των τριών κληρονόμων του θανόντος προς παροχή κληρονομητηρίου και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 828/31-1-1996 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία διατάχθηκε η παροχή κληρονομητηρίου σ’ αυτούς, ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του θανόντος και εκδόθηκε το υπ’ αριθμ., 5-θΟ/15-3-1996 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου της αρμόδιας γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Μετά το θάνατο του Δημητρίου Μανιού τη διοίκηση και τη διαχείριση όλων των περιουσιακών στοιχείων και των επιχειρήσεων, που ανήκαν στην κληρονομιά του, την ανέλαβε ο εκ των κληρονόμων του αδελφός του Βασίλειος Μανιός, με την ανοχή των άλλων δύο κληρονόμων. Τα πρώτα έτη οι σχέσεις των τριών κληρονόμων του θανόντος δεν παρουσίασαν προβλήματα. Ωστόσο από τα μέσα του 1998 άρχισαν να δημιουργούνται μεταξύ τους και κυρίως μεταξύ των δύο αδελφών προστριβές με αφορμή τον τρόπο διαχειρίσεως της κληρονομιάς εκ μέρους του Βασιλείου Μανιού. Έτσι η αδελφή του θανόντος Ευαγγελία Ζαχαρίου, ενεργούσα και για λογαριασμό της μητέρας της, απευθύνθηκε στους δικηγόρους Στέφανο Δεληκωστόπουλο και Λάμπρο Σινανιώτη και τους ανέθεσε την εκπροσώπησή τους και την εντολή να ενεργήσουν για τη δικαστική και εξώδικη επίλυση των διαφορών τους με το Βασίλειο Μανιό και για τη διανομή της κληρονομιάς. Μετά από αυτά άρχισαν συζητήσεις προς επίλυση της διαφοράς τους μεταξύ των δικηγόρων αυτών και των δικηγόρων του Βασιλείου Μανιού (Θεόδωρου Σιούφα, Χαράλαμπου Σιούφα και Στέλιου Παπανδρεόπουλου). Στις 26-1-1999 οι δικηγόροι Στέφανος Δεληκωστόπουλος και Λάμπρος Σινανιώτης επέδωσαν στο Βασίλειο Μανιό την από 2-12-1998 έγγραφη δήλωση της Ευαγγελίας και της Βασιλικής Μανιού, με την οποία αυτές τον καλούσαν να τους παραδώσει την αναλογία τους από τις μετοχές όλων των εταιρειών, που είχε συστήσει ο θανών, να τις καταστήσει συνδικαιούχους σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του θανόντος και να τους αποδώσει λογαριασμό για τη μέχρι τότε διαχείριση της κληρονομιάς.
Μετά την επίδοση της δήλωσης αυτής ο Βασίλειος Μανιός απευθύνθηκε στον εφεσίβλητο – εναγόμενο, ο οποίος γνωριζόταν και είχε φιλικές σχέσεις με το θανόντα αδελφό του, καθώς και στο δικηγόρο ... ο οποίος όπως αναφέρθηκε, είχε επίσης φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Μανιού και τους ζήτησε να διερευνήσουν, αν υπήρχε δυνατότητα συμβιβαστικής επίλυσης των περιουσιακών τους διαφορών με τους άλλους δύο κληρονόμους. Σε συνάντηση και σε σχετική συζήτηση που έγινε μεταξύ των δικηγόρων αυτών και του Βασιλείου Μανιού παραβρέθηκε και ο εκκαλών – ενάγων, προφανώς λόγω της ειδικότητας, την οποία απαιτούσε το αντικείμενο και ο χειρισμός της υποθέσεως και την οποία ειδικότητα, όπως αναφέρθηκε, είχε αυτός. Μετά από αυτά περί τα τέλη Φεβρουαρίου του 1998 ο εφεσίβλητος – εναγόμενος ήλθε σε επαφή με την Ευαγγελία Μανιού και την ενημέρωσε ότι ο αδελφός της επιθυμεί τη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών τους, μετά δε τη συζήτηση και την ενημέρωση που είχε από αυτή για τις ενέργειες, στις οποίες είχαν προβεί μέχρι τότε οι δικηγόροι της, της υπέδειξε και την έπεισε ότι πρέπει να επιδιωχθεί η συμβιβαστική επίλυση των διαφορών τους. Επίσης της είπε ότι προσφέρεται να συμβάλλει στη συμβιβαστική επίλυση των διαφορών τους, αν απεγκλωβιζόταν αυτή από τους μέχρι τότε δικηγόρους της Στέφανο Δεληκωστόπουλο και Λάμπρο Σινανιώτη. Μετά από αυτά η Ευαγγελία Μανιού ανακάλεσε την εντολή της από τους παραπάνω δικηγόρους της, μετά δε την ανάκληση της εντολής από αυτούς αυτή, ενεργούσα και για λογαριασμό της μητέρας της Βασιλικής Μανιού, ανέθεσε προφορικά στον εφεσίβλητο – εναγόμενο, στον εκκαλούντα – ενάγοντα και στον ...να χειρισθούν από κοινού την επίλυση των κληρονομικών τους διαφορών με το Βασίλειο Μανιό.
Η ανάθεση από την Ευαγγελία Μανιού προφορικά στους διαδίκους και στο δικηγόρο ... να χειρισθούν από κοινού και οι τρείς την υπόθεση της επίλυσης των κληρονομικών διαφορών αυτής και της μητέρας της με το Βασίλειο Μανιό και όχι αποκλειστικά στον εφεσίβλητο – εναγόμενο, όπως ισχυρίζεται αυτός, προκύπτει κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφιβολία τόσο από την ένορκη βεβαίωση του καθόλα αξιόπιστου μάρτυρα ιατρού Κων/νου Ζαχαρίου, συζύγου της Ευαγγελίας Μανιού, όσο και από την ένορκη κατάθεση του ιδίου, η οποία περιέχεται στα υπ’ αριθμ. 197/2002 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο συζητήθηκε αγωγή του ... κατά της Ευαγγελίας Μανιού προς καταβολή της αμοιβής του και προσεπίκληση της Ευαγγελίας Μανιού, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αυτής κατά του εφεσίβλητου – εναγομένου. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από τα διαλαμβανόμενα στην προσεπίκληση και την ενωμένη με αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή, την οποία η Ευαγγελία Μανιού είχε ανακοινώσει3 στον εκκαλούντα – ενάγοντα με το από 14-2-2002 δικόγραφο ανακοίνωσης δίκης, στην οποία αναφέρονται πέραν των άλλων κατά λέξη και τα εξής: «Τότε άρχισε ξανά η αντιδικία, στην οποία ο μεν Βασίλης Μανιός είχε δικηγόρους του το γραφείο Σιούφα, ενώ εγώ είχα αποξενωθεί από τους μέχρι τότε δικηγόρους μου (Στεφ. Δεληκωστόπουλο και Λαμπρ. Σινανιώτη) και δέχθηκα να υπερασπισθούν τα συμφέροντά μου οι Αλέξης Μητρόπουλος, .... και ... από κοινού και με ενιαία συνολική αμοιβή. Ρητά συμφωνήθηκε ότι ο τρόπος εργασίας και αμοιβής τους είναι ζήτημα που δεν δικαιολογείτο, ούτε υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος να διαπραγματευθώ με τον καθένα από αυτούς ξεχωριστά, επειδή ακριβώς ήταν θέμα της μεταξύ τους εσωτερικής συμφωνία, στην οποία εγώ δεν είχα λόγο να συμμετάσχω». Τα ίδια δε διαλαμβάνονται και στις προτάσεις της Ευαγγελίας Μανιού κατά του εφεσίβλητου – εναγομένου στη δίκη αυτή επί της προσεπικλήσεώς της και της ενωμένης με αυτή αγωγής της κατά αυτού και στις οποίες ειδικώς για το θέμα αυτό αναφέρονται κατά λέξη τα εξής: «Την εντολή την έδωσα, όπως διεξοδικά αναφέρω στην προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή μου και στους τρεις δικηγόρους μου από κοινού, έναντι κοινής αμοιβής 3.000.000 δολαρίων, όπως βεβαιώνουν τόσο ο ... όσο και ο ... στις πρόσθετες παρεμβάσεις τους».
Επίσης ενισχύεται η κρίση αυτή και από αυτά που αναφέρονται στην από 25-7-2001 δήλωση της Ευαγγελίας Μανιού προς το Ανώτερο Δικαστήριο της Πολιτείας της Καλλιφόρνια για την Κομητεία του Λος Άντζελες, στην οποία αναφέρονται πέραν των άλλων κατά λέξη και τα εξής: «Επαναλαμβάνω ότι ο κος Κοντογούρης ενήργησε για λογαριασμό μου σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις. Στην πραγματικότητα τα πρόσωπα, που βοήθησαν την μητέρα μου και εμένα και διαπραγματεύτηκαν την κατάρτιση του συμφωνητικού συμβιβασμού με τον αδελφό μου και γενικότερα μας παρείχαν συμβουλές κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών ήταν τα εξής: α) Ο κος Αλέξης Μητρόπουλος πληρεξούσιος δικηγόρος, β) ο κος ... πληρεξούσιος δικηγόρος, γ) ο κος ... πληρεξούσιος δικηγόρος, δ) ο κος ....πληρεξούσιος δικηγόρος, ε) η κα ....συγγενικό πρόσωπο».
Τέλος ενισχύεται η κρίση αυτή και από τα περιλαμβανόμενα στην από 13-2-2002 σύμβαση που υπογράφηκε ενώπιον συμβολαιογράφου του Λονδίνου Richard John Saville μεταξύ των Α) Κων/νου Εμμανουήλ, ως ειδικού πληρεξουσίου του Βασιλείου Μανιού, Β) του εκκαλούντος – ενάγοντος και του Ζαχαρία Ζαχαρίου ως ειδικών πληρεξουσίων της Ευαγγελίας Μανιού, Γ) του εκκαλούντος – ενάγοντος και του Μιχαήλ Ιωαννίδη, ως ειδικών πληρεξουσίων της Βασιλικής Μανιού και Δ) του Χαράλαμπου Σιούφα, στην οποία αναφέρονται πέραν των άλλων κατά λέξη και τα εξής: «Τα μέρη αναγνωρίζουν και επικυρώνουν την ισχύ α) της Σύμβασης που έγινε ανάμεσα στους ΒΜ, ΕΜΖ και ΒΚΜ στις 30-3-1999 και β) τη Σύμβαση για μερική διανομή με ημερομηνία 12-10-1999…. Ομολογείται στο παρόν από τα μέρη ότι κατά την υπογραφή των Υπαρχουσών Συμβάσεων παρευρίσκονταν μέλη του δικηγορικού γραφείου Σιούφα, οι οποίοι ενεργούσαν ως νομικοί σύμβουλοι και διαπραγματεύτηκαν για λογαριασμό του ΒΜ και ο καθηγητής Αλέξης Μητρόπουλος, ...και ..., οι οποίοι ενεργούσαν ως νομικοί σύμβουλοι και ομάδα διαπραγμάτευσης, οι οποίοι ενεργούσαν για λογαριασμό των ΕΜΖ και ΒΚΜ». Επίσης ενισχύεται και από το μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι και οι τρεις δικηγόροι συνεργάστηκαν πράγματι μεταξύ τους για την επίτευξη συμφωνίας συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς των παραπάνω κληρονόμων, καθώς και από το ότι, όπως αποδείχθηκε, σε όλα σχεδόν τα στάδια των διαπραγματεύσεων, των συναντήσεων και των διακανονισμών με τους δικηγόρους του Βασιλείου Μανιού, που ακολούθησαν, την ανάθεση της εντολής σ’ αυτούς, παρευρίσκονταν και οι τρεις αυτοί δικηγόροι και κυρίως ο εκκαλών – ενάγων, ο οποίος, όπως προκύπτει από αυτά που κατέθεσε ο ίδιος ο μάρτυρας του εφεσίβλητου – εναγομένου στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικηγόρος Δημήτριος Βερβεσός, την υπόθεση τη χειρίστηκε κατ’ εξοχήν και κατά κύριο λόγο αυτός (εκκαλών – ενάγων), στον οποίο είχε ανατεθεί το κύριο βάρος αυτής της υποθέσεως, γιατί, όπως κατέθεσε κατά λέξη ο μάρτυρας αυτός «ήτανε ο πιο εξειδικευμένος και ο καλύτερος από όλους μας στο να χειριστεί αυτή την υπόθεση». Η κατάθεση αυτή του μάρτυρα του εφεσίβλητου – εναγομένου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ο εκκαλών – ενάγων είναι ο μόνος από τους τρεις δικηγόρους, ο οποίος μετά την ανάκυψη των προβλημάτων στις σχέσεις τόσο μεταξύ τους, όσο και στις σχέσεις τους με την Ευαγγελία Μανιού, για τα οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, συνέχισε να ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά μόνο αυτός με την εκκαθάριση των κληρονομικών διαφορών μεταξύ των κληρονόμων του θανόντος Δημητρίου Μανιού.
Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου – εναγομένου ότι η Ευαγγελία Μανιού ανέθεσε αποκλειστικά σε αυτόν τη διεκπεραίωση της υποθέσεώς της, δεν αποδείχτηκε ότι είναι βάσιμος ουσιαστικά, όσα δε αντίθετα κατέθεσε ο μάρτυράς του και βεβαίωσαν ένορκα οι μάρτυρές του δεν παρέχουν πίστη στο Δικαστήριο για το σχηματισμό αντίθετης δικανικής πεποιθήσεως, γιατί έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία και κυρίως με αυτά που βεβαίωσε ένορκα και κατέθεσε ο σύζυγος της Ευαγγελίας Μανιού και με αυτά που αυτή διέλαβε, τόσο στην προσεπίκληση και την ενωμένη με αυτή αγωγή κατά του εφεσίβλητου – εναγομένου, η οποία περιλήφθηκε στην ανακοίνωση της δίκης προς τον εκκαλούντα – ενάγοντα, που αναφέρθηκε, όσο και στην δήλωση της προς το Αμερικανικό Δικαστήριο, τα οποία αναφέρθηκαν και τα οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι ανταποκρίνονται προς την αλήθεια, λαμβανομένου υπόψη και ότι τόσο ο σύζυγος της Ευαγγελίας Μανιού, όσο και η ίδια είναι οι μόνοι που μπορούν να γνωρίζουν σε ποιους έδωσε αυτή πράγματι την εντολή για το χειρισμό της υποθέσεώς της και ότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η ειλικρίνειά τους, γιατί δεν είχαν οποιοδήποτε λόγο να πουν ψέματα σε βάρος του εφεσίβλητου – εναγομένου.
Σε εκτέλεση της εντολής που έδωσε η Ευαγγελία Μανιού στους διαδίκους δικηγόρους και στον Ιωάννη Μαντζουράνη, ο εκκαλών – ενάγων συνέταξε την από 15-3-1999 έγγραφη δήλωση αυτής και της μητέρας της προς το Βασίλειο Μανιό, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτόν την ίδια ημέρα και με την οποία αυτές, αφού του υπέμνησαν την προηγούμενη από 2-12-1998 έγγραφη δήλωσή τους, που είχε επιδοθεί σ’ αυτόν στις 26-1-1999, του γνωστοποίησαν την απόφασή τους να ορίσουν τον Κων/νο Πετρόγιαννη ως ελεγκτή, προκειμένου να διενεργήσει διαχειριστικό έλεγχο της περιόδου από 1-4-1995 μέχρι 15-3-1999. Επίσης συνέταξε αυτός (εκκαλών- ενάγων): 1) την από 18-3-1999 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων των Ευαγγελίας και Βασιλικής Μανιού κατά του Βασιλείου Μανιού, με την οποία αυτές ζητούσαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών το διορισμό διαχειριστού της κοινής περιουσίας και της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 31-3-1999, 2) την από 24-3-1999 αίτηση των Ευαγγελίας και Βασιλικής Μανιού κατά του Βασιλείου Μανιού στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την οποία ζητούσαν να υποχρεωθεί ο Βασίλειος Μανιός να δώσει κατάλογο των στοιχείων της κληρονομιάς και να βεβαιώσει με όρκο την ακρίβεια αυτού και της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 26-4-1999 και 3) την από 24-3-1999 κλήση των Ευαγγελίας και Βασιλικής Μανιού κατά του Βασιλείου Μανιού, με την οποία τον καλούσαν να παραστεί στην εξέταση μαρτύρων, που θα πραγματοποιούσαν στις 29-3-1999 στη συμβολαιογράφο Αθηνών Ελένη Μαρκογιαννάκη για τα θέματα της παραπάνω από 18-3-1999 αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.
Και τα τρία αυτά δικόγραφα δεν υπογράφηκαν από τον εκκαλόντα – ενάγοντα, καίτοι αυτός ήταν ο συντάκτης τους, αλλά υπογράφηκαν από το δικηγόρο Κων/νο Ρήγο συνεργάτη του εφεσίβλητου – εναγομένου. Αυτό έγινε για λόγους τακτικής, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών – ενάγων. Άσχετα πάντως με αυτό, αποδείχθηκε ότι την επιμέλεια της συντάξεως αυτών και την επίσπευση εντεύθεν της συζητήσεώς τους, καθώς και την επιμέλεια συντάξεως της από 15-3-1999 εγγράφου δηλώσεως, της είχε ο εκκαλών – ενάγων. Αυτό προκύπτει από την ένορκη βεβαίωση της δικηγόρου και συνεργάτιδας του εκκαλούντος – ενάγοντος Γεωργίας Σπανού, η οποία είχε αρχειοθετήσει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του γραφείου του τα σχέδια των δικογράφων αυτών, ενισχύεται δε η βεβαίωσή της αυτή και από το γεγονός ότι το πρωτότυπο του πρώτου δικογράφου και τα πρωτότυπα των δύο εκθέσεων επιδόσεως των δύο πρώτων δικογράφων στο Βασίλειο Μανιό τα έχει στο αρχείο του και τα προσκομίζει (εν πρωτοτύπω) ο εκκαλών – ενάγων.
Μετά την κοινοποίηση των παραπάνω δικογράφων η Ευαγγελία Μανιού κλήθηκε στις 26-3-1999 να μεταβεί στο γραφείο του εφεσίβλητου – εναγομένου, προκειμένου να ρυθμίσουν το ποσό της αμοιβής και των τριών δικηγόρων, ενόψει συζητήσεως της αιτήσεως των ασφαλιστικών μέτρων στις 31-3-1999 και ενόψει της πιθανολογούμενης συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς. Αυτή πήγε πράγματι στο γραφείο του εφεσίβλητου – εναγομένου, όπου την περίμεναν και οι τρεις δικηγόροι, οι οποίοι προηγουμένως είχαν συζητήσει και είχαν αποφασίσει, ενόψει της πιθανολογούμενης αξίας του μεριδίου της στην κληρονομιά, να απαιτήσουν ως αμοιβή και των τριών το ποσό των 3.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. συνολικά. Το ποσό αυτό της αμοιβής τους το ανακοίνωσε στην Ευαγγελία Μανιού ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, ενεργώντας για λογαριασμό και των άλλων δύο συναδέλφων του. Μετά την ανακοίνωση αυτή ο εφεσίβλητος – εναγόμενος της έδωσε και αυτή υπέγραψε την από 26-3-1999 έγγραφη δήλωση, με την οποία αυτή δήλωνε κατά λέξη τα εξής: «Αλέξη αναθέτω στο γραφείο σου την υπεράσπιση των συμφερόντων μου δικαστικά ή εξώδικα σχετικά με τα δικαιώματα ιδιοκτησίας μου στην περιουσία του “Ομίλου Δ. Μανιού”, επειδή πιστεύω ότι θα κάνεις το καθετί που είναι απαραίτητο για τη δικαίωσή μου. Στην περίπτωση επιλύσεως της διαφοράς μου, είτε με δικαστικό αγώνα είτε με συμβιβασμό τον οποίο εσύ θα μου προτείνεις ως συμφερότερο, θα δικαιούσαι αμοιβής ίσης με ποσοστό …... επί της αξίας του μεριδίου που θα λάβω, το οποίο θα σου καταβληθεί σε μετρητά».
Στη δήλωση αυτή ο εφεσίβλητος – εναγόμενος στηρίζει τον ισχυρισμό του ότι η Ευαγγελία Μανιού ανέθεσε σ’ αυτόν αποκλειστικά την εντολή διεκπεραίωσης της υποθέσεώς της και ότι το ποσό των 3.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. συμφωνήθηκε ως αμοιβή του. Ωστόσο, η δήλωση αυτή της Ευαγγελίας Μανιού ερμηνευόμενη, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δεν έχει την έννοια ότι αυτή ανέθεσε αποκλειστικά στον εφεσίβλητο – εναγόμενο την ημέρα αυτή την εντολή για το χειρισμό της υποθέσεώς της, ούτε ότι το ποσό των 3.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. συμφωνήθηκε ως αμοιβή δική του και μόνο, αφού, όπως αναφέρθηκε, αποδείχθηκε ότι αυτή είχε ήδη αναθέσει προφορικά και στους τρεις την εκπροσώπησή της, ενωρίτερα, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο εκκαλών – ενάγων είχε προβεί ήδη στις δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, που αναφέρθηκαν και αφού δεν αναφέρεται στη δήλωση αυτή ότι αυτή ανακάλεσε την εντολή της από τους άλλους δύο δικηγόρους. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από αυτά που βεβαίωσε ένορκα κατά λέξη ο σύζυγος της Ευαγγελίας Μανιού, ο οποίος βεβαίωσε σχετικά κατά λέξη τα εξής: “Στις 26-3-1999 κλήθηκε η σύζυγός μου να μεταβεί στο γραφείο του Αλέξη Μητρόπουλου, όπου την περίμεναν και οι τρεις δικηγόροι, προκειμένου να ρυθμίσουν οριστικά το ποσό της αμοιβής τους. Εκεί της ανακοινώθηκε ότι είχαν αποφασίσει και οι τρεις ως συνολική αμοιβή για την περίπτωση που τελείωνε η συμβιβαστική ρύθμιση και η διανομή της περιουσίας, στο ποσό των 3.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. και για τους τρεις δικηγόρους. Η σύζυγός μου, αν και θεώρησε ότι η αμοιβή ήταν πολύ μεγάλη δέχθηκε και συμφώνησε με το ύψος της αμοιβής. Τότε ο κ. Αλέξης Μητρόπουλος έδωσε ένα έγγραφο στη σύζυγό μου, λέγοντας ότι είναι τυπικό για να το θυμόμαστε τι είπαμε, να το υπογράψει, η οποία και το έπραξε”. Επίσης ενισχύεται και από όσα κατέθεσε σχετικά ο ίδιος στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στη δίκη, που αναφέρθηκε.
Τέλος η κρίση αυτή ενισχύεται και από το ότι όχι μόνο δεν αναγράφηκε στην δήλωση αυτή το ποσό της αμοιβής, αν και είχε ανακοινωθεί στην Ευαγγελία Μανιού ως ενιαία συνολική αμοιβή το ποσό των 3.000.000 δολαρίων, αλλά και από το ότι, ενώ ανακοινώθηκε σ’ αυτή ως ενιαία συνολική αμοιβή το ποσό αυτό, αναγράφηκε σ΄ αυτή ως αμοιβή «ποσοστό …..επί της αξίας του μεριδίου», χωρίς μάλιστα να προσδιορίζεται αυτό. Επίσης ενισχύεται και από τα διαλαμβανόμενα στην προσεπίκληση και στην ενωμένη με αυτή αγωγή της Ευαγγελίας Μανιού, η οποία περιλήφθηκε στην ανακοίνωση της δίκης προς τον εκκαλούντα - ενάγοντα, που αναφέρθηκε, στην οποία αναφέρονται πέραν των άλλων κατά λέξη και τα εξής: “Γι’ αυτό …. την 26-3-1999 ειδοποιήθηκα από τον προσεπικαλούμενο Αλέξη Π. Μητρόπουλο να προσέλθω στο γραφείο του, ώστε με την παρουσία και τον ... και .... να ρυθμιστεί ενιαία το ζήτημα της αμοιβής των δικηγόρων μου, που από κοινού με εκπροσωπούσαν. Η ρύθμιση αυτή έγινε με τον εξής τρόπο: Ο προσεπικαλούμενος μου ζήτησε να εξέλθουμε από το προσωπικό του γραφείο, στο οποίο παρέμειναν οι ... και ..., μου ανακοίνωσε δε όταν είμαστε οι δυο μας (έξω από το προσωπικό του γραφείο) ότι το ποσό, που από κοινού οι δικηγόροι αυτοί είχαν συμφωνήσει να μου προτείνουν, ανερχόταν, σύμφωνα με την από αυτούς αποτιμηθείσα αξία των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς και τις διατάξεις του κώδικα των δικηγόρων σε τρία εκατομμύρια (3.000.000) δολάρια Η.Π.Α., το οποίο θα επιμεριζόταν κατ’ ίσα μέρη στους τρεις πιο πάνω δικηγόρους μου. Το ποσό αυτό ήταν υπέρογκο, παρόλα αυτά όμως συμφώνησα να το καταβάλλω, καθώς οι υπηρεσίες των δικηγόρων μου ήταν απαραίτητες σε μένα ενόψει του επικείμενου ιδιωτικού συμφωνητικού συμβιβασμού (το οποίο θα υπογραφόταν την 30-3-1999). Μου έδωσε μάλιστα και υπέγραψα μια επιστολή, στην οποία αναφερόταν η υποχρέωσή μου”. Αλλά και από τα διαλαμβανόμενα στις προτάσεις της Ευαγγελίας Μανιού κατά του εφεσίβλητου – εναγομένου στη δίκη αυτή επί της προσεπικλήσεώς της και της ενωμένης με αυτή αγωγής της κατά αυτού ενισχύεται η ίδια κρίση, αφού αναφέρονται κατά λέξη σ’ αυτές και τα εξής: “Στην πραγματικότητα η κοινή εντολή μου προς τον ενάγοντα ... τον προσεπικληθέντα – εναγόμενο και τον ... δόθηκε πριν τις 26-3-1999, ημερομηνία κατά την οποία συμφωνήθηκε το ποσό της αμοιβής (3.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. και για τους τρεις δικαιούχους) και ζητήθηκε από τον προσεπικληθέντα – εναγόμενο η υπογραφή από εμένα της εν λόγω επιστολής και όχι συστατικής της εντολής, που είχε πολύ ενωρίτερα ήδη δοθεί, αλλά για προσωπική κατοχύρωση του προσεπικληθέντος – εναγόμενου, ως βεβαίωση της υποχρεώσεώς μου για καταβολή αμοιβής”.
Από τα παραπάνω προκύπτει και ότι ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου – εναγομένου ότι στις 26-3-1999, που πήγε στο γραφείο του η Ευαγγελία Μανιού δεν παραβρισκόταν εκεί ο εκκαλών – ενάγων, ούτε ο ..., είναι αβάσιμος ουσιαστικά, αυτά δε που βεβαίωσε ένορκα σχετικά ο συνεργάτης του στο γραφείο του δικηγόρος Ρήγας Μπαμπούρης δεν ανταποκρίνονται προς την αλήθεια.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 30-3-1999 συνήλθαν στο γραφείο του εφεσίβλητου – εναγομένου οι δικηγόροι Θεόδωρος Σιούφας και Στυλιανός Παπανδρεόπουλος από την πλευρά του Βασιλείου Μανιού και οι διάδικοι με τον ... από την πλευρά της Ευαγγελίας και της Βασιλικής Μανιού και μετά από πολύωρες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις επιτεύχθηκε συμφωνία συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των κληρονόμων του Δημητρίου Μανιού και καταρτίσθηκε προς τούτο το από 30-3-1999 ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο υπεγράφη αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας από τους συμβαλλόμενους κληρονόμους επί παρουσία των δικηγόρων τους. Μάλιστα όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών – ενάγων και όπως προκύπτει από την ένορκη βεβαίωση του συζύγου της Ευαγγελίας Μανιού ο εφεσίβλητος – εναγόμενος δεν παρευρισκόταν σε όλη τη διάρκεια των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων, λόγω απασχολήσεώς του στο Πανεπιστήμιο. Με τη συμφωνία αυτή η μητέρα του θανόντος Βασιλική Μανιού παραχώρησε το 1/3 ποσοστό της επί της κληρονομιάς στους δύο εγγονούς τη Ζαχαρία Κων/νου Ζαχαρίου και Δημήτριο Βασιλείου Μανιό. Μετά την επίτευξη της συμφωνίας αυτής έγινε στις 15-4-1999 στα γραφεία της κοινής εταιρείας των κληρονόμων επί της οδού Κρόνου 24Α στο Καβούρι – Αττικής συνάντηση στην οποία παραβρέθηκαν για λογαριασμό της Ευαγγελίας Μανιού οι δικηγόροι Αλέξης Μητρόπουλος και ..., καθώς και η συνεργάτης του τελευταίου δικηγόρος ... και έγινε η πρώτη διανομή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της κοινής περιουσίας, που αφορούσε μετοχές ορισμένων εταιρειών. Μετά τη διανομή αυτή ο εφεσίβλητος – εναγόμενος επικοινώνησε με την Ευαγγελία Μανιού και της ζήτησε να καταβάλλει και στους τρεις δικηγόρους της ένα μέρος της αμοιβής τους, που είχαν συμφωνήσει. Προς τούτο αυτός, ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό και των άλλων δύο συναδέλφων του παρέδωσε στην Ευαγγελία Μανιού τους αριθμούς πέντε τραπεζικών λογαριασμών σε τράπεζες του εξωτερικού, στους οποίους η Ευαγγελία Μανιού κατέθεσε, καθ’ υπόδειξη αυτού, το ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων 200.000 δολάρια Η.Π.Α.,κατέθεσε σε λογαριασμό που ανήκε στον ..., 200.000 δολάρια Η.Π.Α. κατέθεσε σε λογαριασμό που ανήκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα και 1.600.000 δολάρια Η.Π.Α. κατέθεσε σε λογαριασμούς ελεγχόμενους από αυτόν (εφεσίβλητο – εναγόμενο). Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η Ευαγγελία Μανιού κατέθεσε στις 26-4-1999: 1) 1.500.000 δολάρια Η.Π.Α. στην τράπεζα Cyprus Popular Bank (Fitzroy Branch London) στον υπ’ αριθμ. ACCT 17 – 0955 – 14 λογαριασμό, 2) 50.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank of Cyprus (Nikosia, Cyprus), στον υπ’ αριθμ. ACCT 0155 – 41 – 121703 – 06 λογαριασμό, 3) 50.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank of Cyprus (Nikosia, Cyprus), στον υπ’ αριθμ. ACCT 0155 – 41 – 121681 – 06 λογαριασμό, 4) 200.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank of Cyprus (Nikosia, Cyprus), στον υπ’ αριθμ. ACCT 0155 – 41 – 085561 – 06 λογαριασμό, που ανήκε στον εκκαλούντα – ενάγοντα και 5) 200.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank de Swiss (Zurich) που αντικαταστάθηκε μετά από την Dresdner Bank (Switzerland) Ltd, Geneva στον υπ’ αριθμ. ACCT 0383 – 116950 – 42 λογαριασμό”. Το ότι ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, απαιτώντας από την Ευαγγελία Μανιού την καταβολή μέρους της αμοιβής τους, ενεργούσε κατ’ εντολή και για λογαριασμό και των άλλων δύο συναδέλφων του προκύπτει από την ένορκη βεβαίωση του συζύγου της Ευγγελίας Μανιού, η οποία ενισχύεται και από τα διαλαμβανόμενα από αυτή στην προς επίκληση και την ενωμένη με αυτή αγωγή, η οποία περιλήφθηκε στην ανακοίνωση της δίκης προς τον εκκαλούντα – ενάγοντα που αναφέρθηκε στην οποία αναφέρει σχετικά κατά λέξη τα εξής: “Με την πεποίθηση λοιπόν ότι το ποσό που μου ζητήθηκε αντιστοιχεί σε τμήμα της δικηγορικής αμοιβής όχι μόνο του προσεπικαλούμενου, αλλά και των ... και ..., κατέβαλα δύο εκατομμύρια (2.000.000) δολάρια Η.Π.Α., τα οποία κατέθεσα σε πέντε (5) τραπεζικούς λογαριασμούς που ο Αλέξης Μητρόπουλος μου υπέδειξε ως εξής: 1.500.000 δολ. Η.Π.Α. στη Cyprus Popular Bank (Fitzroy Branch London), 50.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank of Cyprus (Nikosia, Cyprus), 50.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank of Cyprus (Nikosia, Cyprus), 200.000 Η.Π.Α. στη Bank of Cyprus (Nikosia, Cyprus) και 200.000 δολ. Η.Π.Α. στη Bank de Swiss (Zurich), που αντικαταστάθηκε μετά από τη Dresdner Bank (Switzerland Ltd, Geneva)”.
Στις 12-10-1999 έγινε δεύτερη διανομή των κοινών περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς του Δημητρίου Μανιού, που αφορούσε τα κοινά πλοία. Μετά τη διανομή αυτή ο εκκαλών – ενάγων, έχοντας υπόψη του ότι είχε κατατεθεί στο λογαριασμό του έναντι της αμοιβής του μόνο το ποσό των 200.000 δολαρίων Η.Π.Α., απευθύνθηκε στην Ευαγγελία Μανιού και διατύπωσε σχετικά παράπονα. Τότε η Ευαγγελία Μανιού τον ενημέρωσε ότι αυτή είχε καταβάλλει στις 26-4-1999 για λογαριασμό και των τριών δικηγόρων σε λογαριασμούς, που της είχε υποδείξει ο εφεσίβλητος – εναγόμενος το ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. συνολικά. Μετά από αυτά τις πρωινές ώρες της 8-11-1999 η Ευαγγελία Μανιού τηλεφώνησε στον εφεσίβλητο – εναγόμενο και του ζήτησε να συναντηθούν, πράγμα το οποίο και έγινε τις απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας στο γραφείο του (εφεσίβλητου – εναγόμενου). Στη συνάντηση αυτή ο εφεσίβλητος – εναγόμενος παραδέχτηκε ότι η Ευαγγελία Μανιού είχε καταβάλλει το ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. και ότι αυτός παρακράτησε για τον εαυτό του το ποσό των 1.600.000 δολαρίων Η.Π.Α., αρνήθηκε δε να αποδώσει στον εκκαλούντα – ενάγοντα και στον ...τα ποσά, που αναλογούσαν σ’ αυτούς.
Πριν από τη συνάντηση αυτή στο γραφείο του εφεσίβλητου – εναγομένου, η Ευαγγελία Μανιού είχε συναντηθεί με τον εφεσίβλητο – ε

Εγγραφή σε αυτό το blog μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου :